- σουνέτι
- το(λ. τουρκ.), περιτομή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιτομή — η 1. το κόψιμο γύρω γύρω, η περικοπή. 2. κόψιμο του δέρματος του αντρικού οργάνου (πέους) για λόγους θρησκευτικούς στους Εβραίους, Τούρκους, Αιγυπτίους, αλλιώς σουνέτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)